Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

όλη μου τη ζωή

  • 1 век

    век м 1) (столетие) о αιώνας' XX \век о εικοστός αιώνας 2) (эпоха, время ) η εποχή 3) (жизнь ) η ζωή весь свой \век όλη μου τη ζωή
    * * *
    м
    1) ( столетие) ο αιώνας

    XX векο εικοστός αιώνας

    2) (эпоха, время) η εποχή
    3) ( жизнь) η ζωή

    Русско-греческий словарь > век

  • 2 жизнь

    жизн||ь
    ж в разн. знач. ἡ ζωή, ὁ βίος:
    Духовная \жизнь ἡ πνευματική ζωή· общественная \жизнь ἡ κοινωνική ζωή· зажиточная \жизнь· ἡ εὐπορία, ἡ εὐπορη ζωή· совместная \жизнь· ἡ κοινή ζωή· семейная \жизнь ἡ οίκογε-νειακή ζωή· походная \жизнь ζωή ἐκστρατείας· образ \жизньи ὁ τρόπος ζωής· условия \жизньи οἱ συνθήνες ζωής· вести́ праздную \жизнь· ζῶ ἀργόσχολος· борьба за \жизнь ἡ βιοπάλη· полный \жизньи γεμάτος ζωή· средства к \жизньи τά προς τό ζήν, οἱ πόροι τής ζωής· рисковать \жизньью (ριψο)κινδυνεύω τή ζωή Дои· лишать себя \жизньи αὐτοκτονώ· проводить что-л. в \жизнь ἐφαρμόζω κάτι στή ζωή· при \жизньи στή διάρκεια τοῦ βίου· никогда в \жизньи! ποτέ, οὐδέποτε!· на всю \жизнь σ' ὅλη (μου) τή ζωή· \жизнь бьет ключом βράζει ἀπό ζωή· ◊ борьба не на \жизнь, а на смерть ὁ θανάσιμος ἀγώνας, ἡ πάλη μέχρι θανάτου.

    Русско-новогреческий словарь > жизнь

  • 3 век

    век
    м
    1. (столетие) ὁ αἰώνας, ὁ αἰών. в девятнадцатом \веке στό δέκατο ἐνατο αίῶνα·
    2. (эпоха) ὁ αἰώνας, ἡ ἐποχή:
    золотой \век ὁ χρυσός αἰώνας, ὁ χρυσούς αἰών каменный \век ἡ λίθινη ἐποχἤ средние \века ὁ μεσαίωνας, οἱ μέσοι χρόνοι·
    3. (жизнь) разг ἡ ζωή:
    весь свой \век σ' ὅλη μου τή ζωή· на мой \век хватит ὀσο θά εἶμαι ζωντανός μοῦ φτάνει·
    4. (длительное время) разг ὁ πολύς καιρός:
    мы с тобой целый \век не видались ἐχουμε νά ἰδωθούμε χρόνια καί ζαμάνια· ◊ в кои-то веки разг ἐπί τέλους, ὕστερα ἀπό πολύ καιρό· на веки вечные γιά πάντα, στοός αίῶνες τῶν αίώνων· \век живи́, \век учись погов. γηράσκω ἀεί διδασκόμενος.

    Русско-новогреческий словарь > век

  • 4 ввек

    ввек
    парен. πάντα, ὀλη μου τή ζωή:
    \ввек не... ποτέ...

    Русско-новогреческий словарь > ввек

  • 5 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 6 помнить

    помню, помнишь
    ρ.δ.μ. (εν)θυμούμαι, θυμάμαι•

    помнить о друзьях θυμούμαι τους φίλους•

    всю жизнь буду помнить это αυτό θα το θυμάμαι όλη τη ζωή.

    εκφρ.
    помнить себя – καταλαβαίνω (νιώθω) τον εαυτό μου•
    не помнить себя – δε θυμάμαι τον εαυτό μου (από μεγάλη ταραχή, φόβο, φρίκη κλπ.)• помниться
    1. θυμούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. στο 3ο πρόσ. ενκ. -ится (παρνθ. λ.)• θυμούμαι, μου έρχεται στο νου, στο μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > помнить

  • 7 посвятить

    посвятить
    сов, посвящать несов
    1. ἀφιερώνω, ἀφιερῶ:
    \посвятить свою жизнь работе ἀφιερώνω ὅλη τήν ζωή μου στήν ἐργασία·
    2. (кому-л. книгу и т. п.) ἀφιερώνω·
    3. (в тайну) μυώ, μπάζω, είσάγω·
    4. (в сан) уст. χειροτονώ, ἀναγορεύω.

    Русско-новогреческий словарь > посвятить

См. также в других словарях:

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • εκδαπανώ — (AM ἐκδαπανῶ, άω) ξοδεύω εντελώς, καταξοδεύω (α. «ἐκδαπανῶ οὐσίαν» σπαταλώ την περιουσία β. «ῥαθύμως τὸν βίον μου ὅλον ἐκδαπανήσας» σπατάλησα όλη μου τη ζωή, άσκοπα και βαριεστημένα) μσν. καταστρέφω …   Dictionary of Greek

  • κασκαρίκα — η 1. αστείο πάθημα από απερισκεψία ή από τέχνασμα άλλου προσώπου, φιάσκο («έπαθα μια κασκαρίκα που δεν θα τήν ξεχάσω σ όλη μου τη ζωή») 2. το ίδιο το τέχνασμα από το οποίο προέρχεται η κασκαρίκα, χονδροειδής αστεϊσμός, καζούρα, φάρσα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Βικέλας, Δημήτρης — (Σύρος 1835 – Κηφισιά 1908).Πεζογράφος και λόγιος. Καταγόταν από αστική οικογένεια με πνευματική παράδοση και έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Σύρο, στο Ναύπλιο, στην Κωνσταντινούπόλη και στην Οδησσό. Κατόπιν έζησε για 20 χρόνια στο Λονδίνο (από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»